-
1 ζάχαρη
[-ις (-εως)] η сахар;§ τα λόγια σου είναι ζάχαρη — речь твоя сладка
-
2 ζάχαρη
[захари] ουσ. Θ. сахар,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζάχαρη
-
3 ζάχαρη
[захари] ουσ θ сахар. -
4 ζάχαρη
шеќерГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ζάχαρη
-
5 ζάχαρη
sucre -
6 ζάχαρη
cukier (m) rzecz. -
7 ζάχαρη
cukr -
8 ζάχαρη
sugarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ζάχαρη
-
9 Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια
Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια– Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολίαИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια
-
10 Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα
– Κάλλιο χόρτα με ομόνοια, παρά ψάρια με διχόνοια• Худой мир лучше доброй ссорыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα
-
11 Τα λίγα λόγια είναι ζάχαρη και τα μηδέ καθόλου μέλι
• Слово серебро, а молчание золотоИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα λίγα λόγια είναι ζάχαρη και τα μηδέ καθόλου μέλι
-
12 kesmeşeker
ζάχαρη σε κύβους -
13 cukr
ζάχαρη -
14 sugar
ζάχαρη -
15 cukier
ζάχαρη -
16 сахар
сахарм ἡ ζάχαρη [-ις], τό σάκχαρο[ν], ἡ σάκχαρις:тростниковый \сахар τό καλα-μοσάκχαρο[ν]· свекловичный \сахар τό τευ-τλοσάκχαρο[ν], ἡ ζάχαρη ἀπό τεῦτλα· кусковой \сахар ἡ ζάχαρη σέ κομμάτια· \сахаррафинад ἡ ραφινάδα· голова \сахара ἕνα κεφάλι ζάχαρη· молочный \сахар хим. τό γάλακτοσάκχαρο[ν]. -
17 сахар
-а (-у) α. ζάχαρη•кусковой сахар ζάχαρη-καραμέλα•
колотый сахар σπασμένη (θρυμματισμένη) ζάχαρη•
сахар рафинад η ραφινάδα.
|| το το ζάχαρο• η γλυκόζη•виноградный сахар σταφυ-λοζάχαρο•
молочный сахар γαλακτοζάχαρο.
εκφρ.сахар-медович – άνθρωπος υπερβολικά περιποιητικός•не сахар кому – άχαρα, όχι ευχάριστα σε κάποιον. -
18 высыпать
высыпать, высыпать χύνω (αλεύρη, ζάχαρη κτλ.)* * *I высып`атьχύνω (αλεύρη, ζάχαρη κτλ.)II вы`сыпать -
19 песок
песок м о, η άμμος ◇ сахарный \песок η ψιλή ζάχαρη ·;* * *мο, η άμμος••са́харный песо́к — η ψιλή ζάχαρη
-
20 сахар
См. также в других словарях:
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζάχαρη — η 1. κρυσταλλική ουσία με χρώμα λευκό και γλυκιά γεύση. 2. μτφ., γλυκός: Τα λόγια του είναι ζάχαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… … Dictionary of Greek
ζαχαριάζω — [ζάχαρη] (για μέλι, γλυκίσματα κ.λπ.) υφίσταμαι κρυστάλλωση τής ζάχαρης («ζαχάριασε ο μπακλαβάς») … Dictionary of Greek
ζαχαράτος — η, ο (Μ ζαχαρᾱτος, η, ο και σαχαρᾱτος, η, ο) 1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. άτος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ζάκχαρις — και σάκχαρις και ζάχαρη, η η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζάχαρη] … Dictionary of Greek
ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… … Dictionary of Greek
αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ … Dictionary of Greek
Sugar — For other uses, see Sugar (disambiguation). For common table sugar, see Sucrose. White sugar redirects here. For the Joanne Shaw Taylor album, see White Sugar (album) … Wikipedia
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek